- εἴγε
- εἴ γε: if, since (siquidem); usually separated as εἰ ἐτεόν γε, but εἴ γε μέν, Od. 5.206; and εἴ γ' οὖν.. γε, Il. 5.258.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
είγε — εἴγε (Α) (αντί για το εἰ γέ) εάν δηλαδή … Dictionary of Greek
εἴγε — εἰ indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴγ' — εἴγε , εἰ indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
некъли — (36) част. и союз. I. Част. 1. Пожалуй, а может, авось, возможно: Ратьныихъ ѹбииствъ оц҃и наши въ ѹбииствѣхъ не мьнѣша... некъли добрѣ имать съвѣщавати. ˫ако рѹками нечисты. •г҃• лѣ(т). отъ обьщени˫а ѹдалитисѧ. (τοχα) КЕ XII, 185а; не люто ми...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
VULCANUS — I. VULCANUS Iunonis filius, Hesiod. in Theog. v. 927. Η῞ρῃ δ᾿ Η῞φαιςτον κλυτὸν εν φιλότητι μιγεῖσα, Hunc quidam voluerunt, subventaneo conceptu fuilssegenitum sine patre, quem tamen Homer. e patre Iove Iunonequt matre natum esse putavit. Fuerunt… … Hofmann J. Lexicon universale
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
προαποπνίγομαι — Α πνίγομαι προηγουμένως («εἴγε ὁρᾱν μέλλω τὸν ἐχθρὸν μου προαποπνιγόμενον», Αίσωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπνίγω «πνίγω, στραγγαλίζω»] … Dictionary of Greek